Αρχαιολογικά ευρήματα δεικνύουν ότι η Χλώρακα κατοικείτο από αρχαιοτάτων χρόνων, όμως ένεκα της δύσκολης διαβίωσης των κατοίκων καθώς τα εδάφη της ήσαν πέτρινα και άγονα, μέχρι πρότινος ήταν αραιοκατοικημένη με ελάχιστους κατοίκους, έτσι που ο τόπος εκ φύσεως ήταν βλαστημένος με όλα τα είδη άγριας χλωρίδας που ευδοκιμεί στην Κύπρο.

Καθώς όμως στα τέλη του προηγούμενου αιώνα ο κόσμος άκμασε, ντόπιοι και ξένοι επιχειρηματίες ξεχέρσωσαν εξ ολοκλήρου τη φύση μετατρέποντας τη μικρή κοινότητα σε τσιμεντούπολη. Όλη η άγρια χλωρίδα και πανίδα εξαφανίστηκε και σκεπάστηκε κάτω από δρόμους και κτίρια μεγαθήρια. Η ιθαγενής χλωρίδα εξέλειπε σχεδόν παντελώς, και στις αυλές των ψηλών κτιρίων φυτεύτηκαν ως επί το πλείστον ξενόφερτα δέντρα και λουλούδια.

Στη διάρκεια της δικής μου γενιάς έλαχε να επισυμβεί αυτό το μεγάλο κακό, έτσι εγώ έχοντας συναισθήματα ενοχής γι αυτή την καταστροφή, αποφάσισα να περιγράψω μερική ντόπια χλωρίδα ώστε μέσω της ανάγνωσης των γραπτών μου, οι επόμενες γενιές να γνωρίσουν μερικά από τα αμέτρητα είδη άγριας χλωρίδας που βλάσταινε έναν παλαιότερο καιρό στη Χλώρακα.

ΚΟΥΡΤΟΥΝΙΑ

Η κουρτουνιά ή κρουτουνιά ή ρετσινολαδιά είναι ο Ρίκινος ο κοινός, ενώ στην αρχαιότητα την ελεγαν κρουτούνι, κουρτούνι κλπ. Είναι το δενδροειδές φυτό από το οποίο κλώνοι του τοποθετούνται έξω από τα σπίτια κάθε ηττημένου ύστερα από πολιτικές εκλογές αντι για χλευασμού.
Ηταν γνωστή στους αρχαίους Αιγυπτίους και κουκούτσια της έχουν αποκαλυφθεί σε τάφους (2000 π.Χ.). Επίσης ηταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες που οπωε και οι Αιγύπτιοι χρησιμοποίησαν το έλαιο που παράγεται οπό τα σπέρματα της. Στην αρχαιότητα το ρετσινάλαδο το χρησιμοποιουσαν για φωτισμό και για παρασκευή αλοιφών. Από του 18ου αι. μ.Χ. άρχισε να χρησιμοποιείται και ως φάρμακο εσωτερικής χρήσεως ως ήπιο καθαρτικό.
Η Κουρτουνιά είναι φυτός ιθανές της τροπικής Αφρικής και σήμερα απαντάται ως αυτοφυές ή καλλιεργούμενο σε πολλές τροπικές και εύκρατες περιοχές του πλανήτη μας.
Στην Κυπρο απαντάται ως αυτοφυές στις άκρες δρόμων, αγρών, οικοπέδων, σε τόπους ρίψεως μπαζών και σκουπιδιών. Αγαπά τα εύφορα και υγρά εδαφη. Είναι θάμνος ή δέντρο, αλλά μπορεί να είναι και ετήσιο φυτό, ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες   και  την  περιοχή όπου   αναπτύσσεται.   Στις τροπικές  περιοχές  γνωρίζει   μεγάλη ανάπτυξη.
Το φυτό έχει βλαστό όρθιο, με φύλλα μεγάλα, μαλακά, παλαμοσχιδή, λογχοειδή και οδοντωτά. Τα άνθη είναι απέταλα και ο καρπός του με περικάρπιο αγκαθωτό περιέχει τρία καστανόχρωμα μεγάλα κουκούτσια τα οποια περιέχουν 50% λιπαρό έλαιο, το ρετσινόλαδο το οποίο λαμβάνεται με έκθλιψη των κουκουτσιών.
Το ρετσινόλαδο αποτελείται από μείγμα γλυκεριδίων, λιπαρών οξέων, κυριώτερο από τα οποία είναι το ρικινελαϊκό οξύ, διυδροξυοτεαρικό οξύ, λινολεϊκό οξύ και κεκορεσμένα οξέα. Άλλα συστατικά του ρετσινόλαδου είναι το αλκαλοειδές ρικινίνη, η βιταμίνη Ε και άλλα. Η απόχρωσή του είναι υποκίτρινη και είναι σχεδόν άοσμο. Το ρετσινόλαδο ονομαζεται και καστορέλαιο και τα παράγωγά του έχουν εφαρμογές στην κατασκευή σαπουνιών, λιπαντικών, υδραυλικών και υγρών φρένων, χρωστικών ουσιών, βαφών, βερνικιών, μελανιών, ανθεκτικών στο ψύχος πλαστικών, στιλβωτικών και στιλπνοτικών, νάιλον, φαρμακευτικών ειδών και αρωμάτων. Είναι ένα από τα σημαντικότερα βιομηχανικά έλαια και υπήρξε από τα πρώτα εξαγώγιμα διεθνή εμπορικά προϊόντα.
Η Κουρτουνιά ευδοκιμεί σε όλα τα εδάφη τα οποία στραγγίζουν καλά, αλλά κυρίως στα αμμοαργιλώδη. Προτιμά καιρό ζεστό και υγρό, αλλά αντέχει και στην ξηρασία, καθώς και σε ψύχος μερικών βαθμών κάτω από το μηδεν.
Στην Ιατρική το ρετσινόλαδο χρησιμοποιείται κυρίως ως καθαρτικό. Η καθαρτική του ενέργεια οφείλεται οτο ρικινελαϊκό οξύ, το οποίον είναι ερεθιστικό και απελευθερώνεται με τα γαστρικά υγρά μέσα στο έντερο. Δρα σε πέντε ώρες περίπου, αυξάνοντας τις περισταλτικές κινήσεις του εντέρου.
Το ρετσινόλαδο χρησιμοποιείται επίσης για φωτισμό, ως βρώσιμο έλαιο ύστερα από ειδική επεξεργασία, καθώς και ως επίχρισμα των τοίχων και της οικοδομικής ξυλείας για την προστασία τους από την επίδραση της υγρασίας και από το σαράκι. Τα ωμά σπέρματα της ρετσινολαδιάς είναι εξαιρετικά δηλητηριώδη και αρκούν 3-10 από αυτά, να επιφέρουν τον θάνατο.
Σύμφωνα με τον Διοσκουρίδη η κουρτουνιά και τα παράγωγα της είχαν μεγάλη οικονομική σημασία για τους λαούς της αρχαιότητας και ευρύτατη χρήση στην φαρμακευτική και την θεραπευτική, χαρακτηριστικά, τα οποία διατηρεί μέχρι και σήμερα.
Στην Ινδία καλλιεργείται ευρύτατα το φυτό αυτό και παράγεται ετησίως περί τους 500.000 τόνοι ελαίου, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στην βιομηχανία, ειδικά για την λίπανση λεπτών μηχανισμών. Αφού υποστεί ειδική επεξεργασία το ρετσινόλαδο μπορεί να καταστεί βρώσιμο για τον άνθρωπο.
Στη Φασιστικη Ιταλία το καθεστώς του Μπενίτο Μουσσολίνη χρησιμοποίησε την υποχρεωτική κατάποση ρετσινόλαδου ως μέσου πολιτικής τρομοκρατίας.
Οι αντιφρονούντες υποχρεώνονταν να καταναλώσουν μεγάλες ποσότητες ρετσινόλαδου από τους παρακρατικούςΜελανωχίτες. Τα θύματα αυτού του βασανιστηρίου παρουσίαζαν έντονη διάρροια και αφυδάτωση, που συχνά οδηγούσαν στο θάνατο.
Ορισμένες φορές, όταν οι μελανοχίτωνες επιθυμούσαν να βεβαιωθούν ότι το θύμα τους θα πέθαινε, αναμίγνυαν το ρετσινόλαδο με βενζίνη.  Χαρακτηριστικά λεγόταν ότι η ισχύς του Μουσσολίνι στηριζόταν "στο ρόπαλο και το ρετσινόλαδο".
Το βασανιστήριο του ρετσινόλαδου εφαρμόστηκε στην Ελλάδα από τη δικτατορία Μεταξά, το Καθεστώς της 4ης Αυγούστου, καθώς και από τους Εγγλέζους στην Κύπρο κατά τη διαρκεια του αγώνα της ΕΟΚΑ.
Ο ιστορικός Σπύρος Λιναρδάτος στο βιβλίο του "Η 4η Αυγούστου"αναφέρεται στη μέθοδο βασανισμού:
«Στο τραπέζι του ανακριτή – βασανιστή υπήρχαν τρία ποτήρια, το ένα με 30 δράμια, το άλλο με 75 και το τρίτο με 100 δράμια ρετσινόλαδο. Αν ο ανακρινόμενος δεν ομολογούσε ή δεν υπέγραφε του έδιναν να πιει το πρώτο ποτήρι. Στην περίπτωση που αρνιόταν και έφερνε αντίσταση άρχιζαν το άγριο ξυλοκόπημα, το φάλαγγα ή χρησιμοποιούσαν άλλες μεθόδους βασανισμού.
Ύστερα από μισή ώρα, εφόσον ο αρχιβασανιστής ανακριτής το θεωρούσε σκόπιμο, ακολουθούσε το δεύτερο στάδιο ανάκρισης και ο κρατούμενος έπινε το δεύτερο ποτήρι των 75 δραμίων. Αν η αντίσταση του κρατουμένου ήταν μεγάλη, ύστερα από ένα τετράωρο γινόταν και η τρίτη "ανάκρισις" και τον υποχρέωναν να πιει ένα ποτήρι των 100 δραμίων.

Σε αυτό το διάστημα και αρκετές ώρες ύστερα από την επενέργεια του καθαρτικού, ο κρατούμενος ήταν κλεισμένος στο κελί του και δεν του επέτρεπαν να πάει στο αποχωρητήριο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο κρατούμενος γινόταν αληθινό ράκος και το κελί, στο οποίο τον άφηναν κλεισμένο τέσσερις, πέντε και περισσότερες μέρες, αληθινός υπόνομος.»