Αρχαιολογικά ευρήματα δεικνύουν ότι η Χλώρακα κατοικείτο από αρχαιοτάτων χρόνων, όμως ένεκα της δύσκολης διαβίωσης των κατοίκων καθώς τα εδάφη της ήσαν πέτρινα και άγονα, μέχρι πρότινος ήταν αραιοκατοικημένη με ελάχιστους κατοίκους, έτσι που ο τόπος εκ φύσεως ήταν βλαστημένος με όλα τα είδη άγριας χλωρίδας που ευδοκιμεί στην Κύπρο.

Καθώς όμως στα τέλη του προηγούμενου αιώνα ο κόσμος άκμασε, ντόπιοι και ξένοι επιχειρηματίες ξεχέρσωσαν εξ ολοκλήρου τη φύση μετατρέποντας τη μικρή κοινότητα σε τσιμεντούπολη. Όλη η άγρια χλωρίδα και πανίδα εξαφανίστηκε και σκεπάστηκε κάτω από δρόμους και κτίρια μεγαθήρια. Η ιθαγενής χλωρίδα εξέλειπε σχεδόν παντελώς, και στις αυλές των ψηλών κτιρίων φυτεύτηκαν ως επί το πλείστον ξενόφερτα δέντρα και λουλούδια.

Στη διάρκεια της δικής μου γενιάς έλαχε να επισυμβεί αυτό το μεγάλο κακό, έτσι εγώ έχοντας συναισθήματα ενοχής γι αυτή την καταστροφή, αποφάσισα να περιγράψω μερική ντόπια χλωρίδα ώστε μέσω της ανάγνωσης των γραπτών μου, οι επόμενες γενιές να γνωρίσουν μερικά από τα αμέτρητα είδη άγριας χλωρίδας που βλάσταινε έναν παλαιότερο καιρό στη Χλώρακα.

ΔΡΥΕΣ ΚΑΙ ΒΑΛΑΝΙΔΙΕΣ

Δέντρα, ο φλοιός τους είναι πλούσιος σε τανίνη, ουσία που χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία. Είναι δεδρα με ξύλο άριστης ποιότητας το οποιον αποτελεί ένα από τα καλύτερα υλικά για την επιπλοποιία. Ήταν τα ιερά δένδρα των αρχαίων Ελλήνων. Τα κλαδιά τους θρόιζαν στους χρησμούς στο Μαντείο της Δωδώνης. Οι Δρυάδες και οι Αμαδρυάδες ήταν νύμφες του δάσους, θηλυκά πνεύματα της φύσης που κατοικούσαν σε δένδρα και σε δάση και φώλιαζαν στις βελανιδιές. Αν και πνεύματα, δεν ήταν αθάνατα και πιστεύονταν ότι η διάρκεια της ζωής τους εξαρτιόταν από την ζωή των δενδρών  που τις φιλοξενούσε.

Σε ώρες ανάγκης οι καρποί τους χρησίμευαν ακόμη και για τροφή. Τα «κύπελλα» των βελανιδιών της για εκατοντάδες χρόνια ήταν το απαραίτητο υλικό για την επεξεργασία των δερμάτων. H «ήμερη βελανιδιά» φυτρώνει σε χαμηλες περιοχες γιατί δεν αντέχει τις παγωνιές.