Αρχαιολογικά ευρήματα δεικνύουν ότι η Χλώρακα κατοικείτο από αρχαιοτάτων χρόνων, όμως ένεκα της δύσκολης διαβίωσης των κατοίκων καθώς τα εδάφη της ήσαν πέτρινα και άγονα, μέχρι πρότινος ήταν αραιοκατοικημένη με ελάχιστους κατοίκους, έτσι που ο τόπος εκ φύσεως ήταν βλαστημένος με όλα τα είδη άγριας χλωρίδας που ευδοκιμεί στην Κύπρο.

Καθώς όμως στα τέλη του προηγούμενου αιώνα ο κόσμος άκμασε, ντόπιοι και ξένοι επιχειρηματίες ξεχέρσωσαν εξ ολοκλήρου τη φύση μετατρέποντας τη μικρή κοινότητα σε τσιμεντούπολη. Όλη η άγρια χλωρίδα και πανίδα εξαφανίστηκε και σκεπάστηκε κάτω από δρόμους και κτίρια μεγαθήρια. Η ιθαγενής χλωρίδα εξέλειπε σχεδόν παντελώς, και στις αυλές των ψηλών κτιρίων φυτεύτηκαν ως επί το πλείστον ξενόφερτα δέντρα και λουλούδια.

Στη διάρκεια της δικής μου γενιάς έλαχε να επισυμβεί αυτό το μεγάλο κακό, έτσι εγώ έχοντας συναισθήματα ενοχής γι αυτή την καταστροφή, αποφάσισα να περιγράψω μερική ντόπια χλωρίδα ώστε μέσω της ανάγνωσης των γραπτών μου, οι επόμενες γενιές να γνωρίσουν μερικά από τα αμέτρητα είδη άγριας χλωρίδας που βλάσταινε έναν παλαιότερο καιρό στη Χλώρακα.

ΠΑΛΛΟΥΡΕΣ

Η παλλούρα είναι αυτοφυές ακανθώδης θάμνος ο οποίος βλαστά οπουδήποτε πεδινά, ημιορεινά, σε πετρώδη εδάφη, σε παράλιες ακτές, σε αργάκια, σε όλη την Κύπρο. Τα φύλλα της είναι μικρού μεγέθους και τον καρπόν της έχουν ως τροφή τα πουλιά. Αναπτύσσεται σε ύψος μέχρι και 4 μέτρα.

Σε κάθε τόπο που βλαστούσαν πολλές παλλούρες, οι άνθρωποι συνήθιζαν να δίνουν τοπωνύμια με το ίδιο όνομα.

Τα παλιά χρόνια οι Χλωρακιώρες γεωργοί την χρησιμοποιούσαν ως φραμό. ‘Όταν φύτευαν λασάνια με σπόρους για να παράξουν φυτά τα οποία ύστερα μεταφύτευαν στα χωράφια, για να μην τρώνε οι όρνιθες τους σπόρους καθώς σε όλες τις αυλές οι κάτοικοι είχαν γουμάδες, τα έφρασσαν με παλλούρες τις οποίες οι όρνιθες δεν μπορούσαν να διαπεράσουν καθώς ήταν πυκνές και ακανθώδεις.

Η ζήτηση τους ήταν μεγάλη ένεκα ότι όλοι οι κάτοικοι ησχολόυντο με τη Γεωργία, έτσι από την μακρινή Πέγεια διάφοροι έμποροι φόρτωναν σε γαϊδούρια δεμάτια από φραμούς, και τα πωλούσαν στους Χλωρακιώτες γεωργούς.

Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι δυο μαυροφορεμένες γυναίκες από την Παίγεια τη Σιεφκού και την κόρη της Κατερίνα φίλες της στετές μου, που καβαλικεμένες σε δυό γαϊδουράκια, έσερναν μαζί τους κομβόι από πεντέξη άλλα γαϊδούρια φορτωμένα παλλούρες ως πάνω ψηλά όσο να μην γέρνουν, και ερχόντουσαν στην αυλή μας όπου ήταν τόπος συνάθροισης ενδιαφερομένων αγοραστών. Πάνω στα γαϊδούρια που καβαλίκευαν είχαν δισάκια γεμάτα με σιουσιούκο, κιοφτέρκα, όψιμο και ππαλουζέ προϊόντα δικής τους κατασκευής τα οποία επίσης πουλούσαν. Απέναντι από την αυλή μας είχε χωράφια ο γείτονας μας ο Οξείας που φύτευε πολλά λασάνια και ήταν ο καλύτερος πελάτης των δύο γριούλων. Θυμάμαι όταν το δείλι έπεφτε καλά και δεν είχαν ακόμη ξεπουλήσει, η στετέ μου τις φιλοξενούσε τη νύχτα. Θυμάμαι που τις περίμενα με αδημονία να έρθουν, γιατί πάντα μας έφερναν δώρα από τις ωραίες λιχουδιές τους.