Παλιά εκείνους τους πέτρινους καιρούς πριν τον πρώτο πόλεμο, ύστερα τον μεσοπόλεμο αλλά και έως τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής ανεξαρτησίας, οι χωρικοί δηλαδή η πλειονότης του πληθυσμού, ασχολούνταν με πολλές δουλειές ώστε να μπορούν να έχουν έναν φτωχικό επιούσιο για να θρέψουν εαυτούς και τέκνα.
Θυμάμαι που μικρά παιδιά με τα ξαδέρφια μου μαζευόμασταν στο σπίτι της στετές μας και αυτή για να ησυχάσει από τις φωνές μας και τις αταξίες μας, αλλά ταυτόχρονα τοιουτοτρόπως και εμείς να είμαστε εις θέσην να προσφέρουμε στην οικογένεια, μας έβαζε να κάνουμε διάφορες δουλειές.
Μαζεύαμε τρεμίθια για την παραγωγή τρεμιχόλαου ή αν ήταν καλοτσάκιστα να τα αλμυρίσουμε υπό την καθοδήγηση της και να τα απλώσουμε στην ταράτσα να ξεράνουν στον ήλιο.
Βακλούσαμε τεράτσια και βελανίδια,
μαζεύαμε αλάτι από τις Αλυκές του χωριού,
προσέχαμε τα πρόβατα, τα λούζαμε στη θάλασσα, τα κουρεύαμε, τα γαλεύαμε.
Τέλος κάθε πρωί με τη δροσιά, τα καλοκαίρια μαζεύαμε την πίσσα από τις τρεμιθιές οι οποίες ήταν βλαστημένες κατά εκατοντάδες σε όλη τη Χλώρακα.
Με ένα ξινάρι η στετέ μου η Δεσποινού χτυπούσε τους χοντρούς κορμούς των αιωνόβιων δεντρών και τα κόντρωνε, δηλαδή τους δημιουργούσε πληγές. Από αντίδραση τα δένδρα ωστε να θεραπεύσουν τις πληγές τους έκχυναν μια παχύρευστη υγρή ασπροειδή προς κιτρινο χρώμα πίσσα και κάλυπταν τις πληγές, αλλά αρκετό από αυτό έπεφτε κάτω στη γη. Γι αυτό το χώμα κάτω έπρεπε να είναι καθαρισμένο από φύλλα και ακαθαρσίες, και κάθε πρωί με ένα κομματάκι ξύλο μαζεύαμε την πίσσα από χάμω και από τις κόντρες στους κορμούς. Αυτό γινόταν καθημερινά ώστε η πίσσα να μην σκληραίνει και να μαζεύεται εύκολα. Καθώς λοιπόν τη μαζεύαμε, τα δένδρα έκχυναν καινούργια για τη συνέχεια της επούλωσης των πληγών τους.
Έτσι κάθε πρωί ολόφρεσκια μαζεύαμε την πίσσα και την τοποθετούσαμε σε ένα μαστράπι (μικρό κουβαδάκι κονσέρβας συνήθως βουτύρου Μαργαρίνης ή γάλακτος Νουννού ή Βλάχας) και το παίρναμε της στετές μας. Αυτή την φύλαγε, και όταν μαζευόταν αρκετή ποσότητα, την επεξεργαζόταν και έφτιαχνε την λεγόμενη Παφίτικη πίσσα την οποίαν ο παππούς μας ο Λεωνής την πουλούσε μαζί με άλλα προϊόντα στα διάφορα πανηγύρια. Με τον γάιδαρον τον Σιερκά ταξίδευε ώρες πολλές ακόμα μέχρι το Χωριό Τσάδα και παραπέρα, και πουλούσε πραμάτειες και προϊόντα όλα οικογενειακής εσοδείας και παραγωγής, τα οποία για τη μεταφορά τους σπίλαζε στη συρίζα του ζώου.